κατατοπίζω — κατατοπίζω, κατατόπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατατοπίζω — κατατόπισα, κατατοπίστηκα, κατατοπισμένος, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον: Τον κατατόπισε στη λειτουργία του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατατόπιστος — η, ο [κατατοπίζω] αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι … Dictionary of Greek
ενημερώνω — (AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, όω) [ενήμερος] καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τόν κατατοπίζω, τόν προσανατολίζω («δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα τού υπουργείου από τον προκάτοχό… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατατοπισμός — ο [κατατοπίζω] κατατόπιση* … Dictionary of Greek
κατατόπιση — η [κατατοπίζω] 1. κατατοπισμός, καθοδήγηση, προσανατολισμός 2. μτφ. διαφώτιση, πληροφόρηση, ενημέρωση … Dictionary of Greek
κατατόπισμα — το [κατατοπίζω] κατατόπιση* … Dictionary of Greek
μετατοπίζω — (Μ μετατοπίζω) μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ («πρέπει να μετατοπίσεις τα έπιπλα τού σαλονιού») μσν. 1. εκτοπίζω 2. μετοικίζω 3. (αμτβ.) αλλάζω τόπο διαμονής, μετοικώ 4. μτφ. αλλάζω στάση ή συμπεριφορά 5. μτφ. αναστατώνομαι.… … Dictionary of Greek
προσανατολίζω — Ν 1. στρέφω κάτι προς την ανατολή 2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο τού ορίζοντα 3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση 4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο 5. μέσ.… … Dictionary of Greek